Καπουσίδης Μανώλης
Νόμος Κοσμικός με παρουσίασε μέσα εις το φως και ανεπαίσθητα με απέθεσε πάνω στον παλλόμενο πλανήτη ΓΑΙΑ, εις κάποιο σημείο της -τηλεδόξου Ελληνικής χώρας- Μακεδονίας, εις το μέσο περίπου του γεννήτορος αιώνος της Αποκαλύψεως. Από την άλλη πλευρά των διαστάσεων την μεγάλη πορεία ξεκίνησα, ανάμεσα στους λειμώνες των άστρων και τα νεφελώματα του Πνεύματος.
Αγάπησα την Γνώσιν, την ενδογενή περισσότερο και η κατάκτησίς της με φέρνει διαρκώς πλησιέστερα εις το μεγαλείο των «Θεών» μου. Το τραγούδι της Ζωής μου, είναι ολότελα δικό τους. Μελέτησα «Ιατρική» και «Θεραπευτική» και άλλες τέχνες και επιστήμες. Πιστεύω πως πραγματικό έργο τέχνης είναι μια δραματική απεικόνισης ενός «αδιεξόδου» εις τα όριά του. Πιστεύω πως το κάθε τι εις τον κόσμο, από το ελάχιστο έως το μέγιστο, έχει τον θρόνο της παρουσίας του. Ζωγράφισα πολλά έργα, αλλά δεν γνωρίζω γιατί πολλές φορές τα έχω εκθέσει. (Κεντρικός άξονας: α) Το αύριο το σκότωσε μία νύχτα συναρχίνη και ακαθαίρετος που κρατεί του μέλλοντος τα σκήπτρα και β) Η αντιπαράθεσης του αρχαίου φωτός με το σκότος του παρόντος). Έγραψα πολλά έργα Αλαλαγμοί, Όταν οι πόλεμοι πεθάνουν, Η Δόξα που ήσουν η Γη, Πυθιακά λόγια, Το γνωρίζω πως δεν το γνωρίζεις ότι το γνωρίζω πως το γνωρίζεις, Αμφιδρομία, Αναγκαιότης μεταξίωσις αξιών, Καθαίρεσις, Φενάκων το Άγρευμα, Αιανής, Το «Α» του τέλους, Άχρονη νοσταλγία, Αινότοκος αιών, Απολλώνιον Βάκχευμα, Μόρσιμον ήμαρ, Κυρίαρχον λάθος, Απρόφατος Αποκάλυψις κ.ά, αλλά δεν γνωρίζω γιατί ακριβώς τα έχω εκδώσει. Το ίδιο και για τα μουσικά μου έργα, «Κίρκη», «Ιέρεια», «Ιεροφάντης», «Η κάθοδος του Ορφέως», «Το βλέμμα της Νεμέσεως», κ.ά
Μνήμη – Μνημώ – Μνημοσύνη
ΜΝΗμη ΜΟυ εΣΥ ’σαι εκείΝΗ
της νοσταλγίας μου που ανοίγεις τα φτερά
να διασχίσει την φωταύγεια
που κατακλύζει την απεραντοσύνη
της ανέγγιχτης ζωής μου.
Ο σεβασμός μου σου ανήκει
κι αυτό ακόμη το παρόν
στα δάκτυλά σου θα καθίσει σαν πουλί
φωλεά να του προσφέρεις
στους μαγικούς κυπαρισσώνες,
στους πρόποδες τους αχανείς
του απόκοσμου και ιερού
όρους των Αθανάτων.
Μνήμη, του θανάτου ηγεμονική ερωμένη
στους κήπους του μέσα βαδίζεις
ημίφωτη θεά,
με μαγικές θωπείες
τους άσαρκους με σάρκα σου εμφανίζεις.
Ανάλαφρα με προσκαλείς
τιμητικά για να με ξεναγήσεις
μέχρις εκεί στη χώρα των νηπιακών μου ονείρων
-σε κρίνα μεταμορφωμένα που ευωδιάζουν
το άρωμα μιας μέθης παραισθητικής-
Τα θαύματα που έχασα αναδεύεις
τις πράξεις που δεν έπραξα
τις πύλες που έκλεισα στα όνειρα, ανοίγεις
τα έργα μου τα λιγοστά -ναούς- διατηρείς
και την απέραντή μου αγάπη
-όμοια θάλασσα, απ’ άκρη σ’ άκρη των αόρατων οριζόντων-
σε κύμα την αφήνεις
σε τούτες τις παροντικές ακτές
την άμμο να θωπεύει την κινούμενη
της πενιχρής κι εξαίσιας ζωής μου
που πριν την αισθανθώ κι αυτή θα σου ανήκει
και αδιάφθορος, Εσύ, κριτής
θα με προτρέπεις να γευθώ
ότι μπορεί το είναι μου ν’ αντέξει
γνωρίζοντας πως η Αγάπη είναι η μόνη,
την προτροπή σου που μπορεί να εκπληρώσει,
να μεταμορφωθεί σε φως
εκεί όπου θα γίνει ένα με την Γνώση.
|
ΑΧΡΟΝΗ ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ
Ι
Άναψαν οι δαυλοί μιας νοσταλγίας προαιώνιας
και χάθηκαν με μιας όλοι οι όγκοι της πραγματικότητας.
Ξύπνησαν κι εμφανίστηκαν τα Αόρατα
τα έξω απ’ τον Καιρό σκευοφυλάκια
που κράτησαν αιώνια σε χρησμούς
τις ρήσεις της ερωτικής τελετουργίας.
Βαφτίζομαι σε υπεριώδες μύρο
πανέτοιμος για να βαδίσω είμαι
στης αφθαρσίας τους ουράνιους ελαιώνες
την γέννησή μου ν’ αναδεύσω στους καιρούς
και τα ανείπωτα νοήματα ενός κοινού μας πεπρωμένου
ΙΙ
Με αναγνωρίζουν οι υγρές σου επιφάνειες
που ιριδίζουν στου φυσικού φωτός την απουσία
κάθε φορά που καταπάνω σου απευθύνονται
τα άνθη τα μενεξεδιά των πόθων μου
και η παλλόμενη αιώνια νοσταλγία.
Πέρα απ’ τα βάθη του γαλάζιου χάνομαι
σε διαστάσεις που εξισώνονται τα πάντα
στην αγκαλιά την άπειρη
ενός κοσμοσημείου που μας γέννησε
μαζί το φως, το έρεβος
το διάστημα την ύλη.
|